ξυλογράφος

ξυλογράφος
ο, η
καλλιτέχνης ή τεχνίτης που ασχολείται με την ξυλογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ξυλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλογραφία ή στον ξυλογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλληνός, Γιάννης — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1894 – Αθήνα 1957). Ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής χαρακτικής. Σε ηλικία 19 ετών μετέβη στη Γάνδη του Βελγίου, ξεκινώντας σπουδές ζωγραφικής. Συνέχισε την… …   Dictionary of Greek

  • Κιγιονάγκα Τορίι — (Kiyonaga Torii, Τόκιο 1752 – 1815). Ιάπωνας ζωγράφος και ξυλογράφος. Καταγόταν από την οικογένεια των Τορίι. Αρχικά, εργαζόταν ως βιβλιοπώλης και μετά εγκαταστάθηκε στο Γιέντο, όπου διετέλεσε μαθητής του ζωγράφου Κιγιομίτσου Τορίι. Ο Κ. μελέτησε …   Dictionary of Greek

  • χαράκτης — χαράκτης, ο και χαραχτής, ο θηλ. χαράκτρια αυτός που χαράζει, αυτός που εικονίζει κάτι με τη χάραξη, λιθογράφος, χαλκογράφος, ξυλογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”